- κάμα
- I
Ινδική θεότητα του έρωτα που αναφέρεται και στις Βέδες ως θεός που εισακούει τις επιθυμίες. Περίφημοι είναι στην ινδική μυθολογία οι πειρασμοί στους οποίους ο Κ. θέτει ασκητές και θεούς. Αντιπροσωπευτική είναι η περίπτωση του Σίβα, που εξωθήθηκε να ερωτευτεί την Ούμα, την οποία όμως ύστερα κεραυνοβόλησε σε στιγμή οργής μεταβάλλοντάς την σε στάχτη. Ο βισνουισμός, θρησκεία που βασίζεται στην αφοσίωση και στην αγάπη, αναγνωρίζει τον Κ. με τη μορφή του Πραντγιούμνα, γιου του Κρίσνα και της Ρουκμίνα. Ο Κ. παριστάνεται ως έφηβος οπλισμένος με πέντε άνθινα βέλη.II(Kama).Ποταμός (2.028 χλμ.) στην ανατολική ευρωπαϊκή Ρωσία. Είναι ο κυριότερος παραπόταμος του Βόλγα και αρδεύει περιοχή έκτασης 507 τ. χλμ. Πηγάζει από την ομώνυμη ορεινή περιοχή στα κεντρικά Ουράλια όρη και τα νερά του προέρχονται κυρίως από χιονοπτώσεις και βροχοπτώσεις. Ο Κ. είναι πλωτός σε μήκος 1.000 χλμ., συγκεκριμένα έως τον οικισμό Καρτσέφσκι. Οι συνθήκες της ναυσιπλοΐας του έχουν βελτιωθεί αισθητά, ιδιαίτερα μετά τη δημιουργία τεχνητών λιμνών. Εκβάλλει στον Βόλγα κοντά στην πόλη Καζάν.Τα κυριότερα λιμάνια και παραποτάμιοι σταθμοί του Κ. είναι το Σολικάμσκ, το Λέβσινα, το Περμ, το Κρασνοκάμσκ, το Καπάρκα και το Σαραπούλ.* * *(I)ηδίκοπο μαχαίρι με απλή λαβή και δίκοπη λεπίδα που καταλήγει σε αιχμή, αμφίστομο μαχαίρι, εγχειρίδιο.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε υποχωρητικά από τον τ. καμάκι*, ο οποίος θεωρήθηκε εσφαλμένα ότι έχει την υποκορ. κατάλ. -άκι. Κατ' άλλους, η λ. κάμα < τουρκ. kama].————————(II)-άτου, τοκαύμα, μεγάλη ζέστη, υπερβολική θερμότητα, καύσωνας («στο κάμα το μεσημερνό αχνίζουν τα χαλίκια», Γρυπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < καῦμα (< καίω), με απλοποίηση του συμπλέγματος -vm- σε -m- πρβλ. απόγεμα: απόγευμα, θάμα: θαύμα].
Dictionary of Greek. 2013.